- καταχλιδώ
- καταχλιδῶ, -άω, ιων. τ. καταχλιδέω (Α)1. είμαι τελείως θηλυπρεπής, εκτεθηλυμμένος2. (με γεν.) επιδεικνύω χλιδή και πολυτέλεια για να προσβάλω ή να δείξω περιφρόνηση σε κάποιον («οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοσαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος τῆς Ἀττικῆς», Ποσειδών.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χλιδῶ «ζω πολυτελώς, τρυφηλώς» (< χλιδή)].
Dictionary of Greek. 2013.